- γαβαθωτός
- -ή, -όκοίλος σαν γαβάθα, βαθουλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαβαθωτός — ή, ό βαθουλός σαν γαβάθα, κοίλος: Μας έπιασε βροχή στο δάσος και καταφύγαμε σε μια γαβαθωτή σπηλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)